υγειονόμος

υγειονόμος
ο, η
ο προϊστάμενος υγειονομείου (βλ. λ.) ή άλλης υγειονομικής υπηρεσίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υγειονόμος — ο, η, Ν δημόσιος λειτουργός που είναι προϊστάμενος υγειονομικής υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγεία + νόμος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • υγειονομία — η, Ν δημόσια υπηρεσία που έχει ως έργο της τη φροντίδα τής υγιεινής κατάστασης τών πολιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγειονόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • Δραγώνας, Κωνσταντίνος — (1780 – 1858). Γιατρός και Φιλικός. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα διορίστηκε υγειονόμος των Άγγλων της Επτανήσου. Ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για την αποτελεσματική οργάνωση της… …   Dictionary of Greek

  • Καπνίσης — Επώνυμο οικογένειας των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης στην Κρήτη, μεταβαίνοντας από εκεί στη Ζάκυνθο τον 17o αι. Ένας άλλος κλάδος είχε εγκατασταθεί στη Βενετία.… …   Dictionary of Greek

  • Κωλέττης, Ιωάννης — (Συρράκο Ηπείρου 1780 ή 1784 – Αθήνα 1847). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας (1844 47). Σπούδασε ιατρική στην Πίζα της Ιταλίας, όπου επηρεασμένος από τις μυστικές επαναστατικές οργανώσεις των καρμπονάρων ίδρυσε, με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”